- ἐχενῇδας
- ἐχενηίςship-detainingfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εχενηίς — ἐχενηΐς, ίδος και ἐχεναΐς, ίδος και ἐχενῇς, ῇδος, ἡ (Α) 1. (για την άγκυρα, τη γαλήνη κ.λπ.) αυτή που κρατεί, που συγκρατεί τα πλοία («χρονίας ἐχενῇδας ἀπλοίας τεύξῃς», Αισχύλ.) 2. μικρό ψάρι για το οποίο πίστευαν ότι όταν κολλούσε στα πλευρά… … Dictionary of Greek